- Του Dr. Paul Craig Roberts
Η Αμερική μπήκε στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, χωρίς να έχει ξεφύγει από τη μεγάλη οικονομική κρίση που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2007.
Η οικονομία της απέτυχε να ανακάμψει, παρά τη μεγαλύτερη κρατική βοήθεια που δόθηκε σε ολόκληρη την ιστορία της χώρας.
Δόθηκαν στις τράπεζες $700 δισεκατομμύρια, εφαρμόσθηκε ένα πρόγραμμα οικονομικών κινήτρων ύψους άλλων $700 δισ, και τέλος υπήρξε μια ποσοτική χαλάρωση (quantitative easing) αξίας μερικών τρισεκατομμυρίων, που ήταν στην ουσία εκτύπωση νέου χρήματος, και άρα δανεισμού, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι κρατικές δαπάνες.
Όλα τα παραπάνω προβλήματα ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστούν, αλλά ούτως ή άλλως, η κυβέρνηση εστίαζε αλλού: σε πολέμους.
Εκτός από τις συνεχιζόμενες συρράξεις στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στο Πακιστάν, στην Υεμένη, και στη Σομαλία, η Αμερική και το ΝΑΤΟ ξεκίνησαν επιθέσεις και στη Λιβύη τον Μάρτιο του 2011.
Όπως και με τις προηγούμενες στρατιωτικές εμπλοκές των ΗΠΑ, έτσι και αυτή στη Λιβύη είχε ως πραγματικό της σκοπό την εκδίωξη της Κίνας από τις πετρελαιοφόρες περιοχές της ανατολικής Λιβύης, στις οποίες είχε ήδη επενδύσει. Και σε αντίθεση με τις υπόλοιπες εξεγέρσεις της «αραβικής άνοιξης», η εξέγερση της Λιβύης ήταν ένοπλη, και οργανωμένη, κατά πολλούς, από την CIA.
Με την εμπλοκή της στη Λιβύη, η Αμερική αύξησε τα ρίσκα, επειδή κρυμμένη πίσω από το πέπλο των αραβικών εξεγέρσεων, είχε ως τελικό σκοπό την αντιμετώπιση της Κίνας.
Ομοίως, με τη στήριξή της στους εξεγερθέντες της Συρίας, η Αμερική είχε ως απώτερο σκοπό τον έλεγχο της ρωσικής ναυτικής βάσης στο Tartus. Με την ανατροπή του Ασσάντ , και την εγκαθίδρυση ενός νέου φιλοαμερικανικού συριακού καθεστώτος, θα πλήττονταν καίρια η ρωσική ναυτική παρουσία στη Μεσόγειο.
Με το να καμουφλάρει τις συμφεροντολογικές παρεμβάσεις της πίσω από τις αραβικές δημοκρατικές εξεγέρσεις, η Ουάσιγκτον απέφυγε μια απευθείας αντιπαράθεση με τη Κίνα και τη Ρωσία, αλλά και οι δυο αυτές δυνάμεις αντιλήφθηκαν πολύ καλά πως η Αμερική έχει αρχίσει να στοχεύει τα εθνικά τους συμφέροντα.
Οι κινήσεις αυτές κλιμάκωσαν την απρόσεκτη επιθετικότητα της Αμερικής, ξεκινώντας μια σκληρή αντιπαράθεση με δυο πυρηνικές δυνάμεις, η μία εκ των οποίων ελέγχει σε μεγάλο βαθμό την αμερικανική οικονομία, αφού αποτελεί τον μεγαλύτερο δανειστή της.
Ένας ακόμη στόχος των ΗΠΑ ήταν και οι κινεζικές επενδύσεις στα πετρέλαια της Αγκόλας και της Νιγηρίας. Μάλιστα, για να ανατρέψει τις οικονομικές διεισδύσεις του Πεκίνου στην Αφρική, η Αμερική προχώρησε στη σύσταση της στρατιωτικής διοίκησης African Command, λίγα χρόνια πριν.
Ενοχλημένη από την κινεζική ανάδυση, η Αμερική έχει βάλει σκοπό της να στερήσει τη Κίνα από τις διάφορες πηγές ενέργειας. Αυτού του είδους τα γεωστρατηγικά παιχνίδια παίζονται εδώ και πολλά χρόνια, και πάντοτε καταλήγουν σε πόλεμο.
Η 11/9/2001 πρόσφερε στην Αμερική μια νέα «απειλή», που αντικατέστησε τη παλιά σοβιετική απειλή, η οποία εξέπνευσε το 1991. Βέβαια, παρά την απουσία του σοβιετικού μπαμπούλα, ο τεράστιος στρατιωτικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ παρέμενε ζωντανός επί δέκα χρόνια. Η 9/11 όμως, του πρόσφερε μια ακόμη πιο ταχεία ανάπτυξη.
Μια δεκαετία αργότερα, ο ετήσιος αμυντικός προϋπολογισμός έφτασε το $1.1 τρισ. ή σχεδόν το 70% του ομοσπονδιακού ελλείμματος, που γονάτισε το δολάριο, και που απειλεί με υποβάθμιση την πιστοληπτική αξιοπιστία της χώρας.
Πολεμώντας στη Μ. Ανατολή, η Αμερική έχασε τον πόλεμο της οικονομίας της.
Και όσο εξανεμίζονται οι ελπίδες μιας οικονομικής ανάκαμψης μέσα στο 2011, τόσο αυξάνεται η ανάγκη για νέους πολέμους.
--
Ανάρτηση Από τον/την Κωνσταντίνος στο Ας μιλήσουμε επιτέλους! τη 8/02/2011 01:47:00 μμ