[Greek Alert] Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια




Από την αρχή οι Γερμανοί κινήθηκαν αποφασιστικά για να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τα μέσα ενημέρωσης, ώστε να κατευθύνουν την προπαγάνδα τους. Αρχικά επεδίωξαν να μην ανατρέψουν το καθεστώς που ίσχυε στον χώρο του Τύπου και οι παρεμβάσεις τους ήταν διακριτικές, ενώ προσπάθησαν μάλιστα να δώσουν την εικόνα ότι δεν τους ενδιαφέρει η άσκηση προληπτικής λογοκρισίας, όπως συνέβαινε μέχρι τότε με τις ελληνικές υπηρεσίες λογοκρισίας. Τελικά κατέληξαν στη διευθέτηση να αναθέσουν τον τομέα αυτόν στη δικαιοδοσία της κυβέρνησης Τσολάκογλου, η οποία χωρίς δυσκολία συνέχισε τις δομές που είχε κληρονομήσει από την κυβέρνηση Κοριζή. Έτσι οι ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες συνέχισαν κανονικά την έκδοσή τους, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι εκδότες πιέστηκαν να συνεχίσουν την έκδοσή τους.

Η μόνη εφημερίδα που πραγματικά παύθηκε με άνωθεν γερμανική εντολή ήταν ο «Ασύρματος». Η απόφαση ανήκε στον στρατάρχη Βίλελμ Λιστ, ανώτατο διοικητή της περιοχής Βαλκανίων και μέχρι σήμερα δεν έχει διευκρινιστεί το ακριβές αιτιολογικό που τον ώθησε να λάβει αυτή την απόφαση. Ίσως κάποια προσωπική αναφορά για τον ίδιο, που την εξέλαβε ως αιχμή, να τον ώθησε σ' αυτό. Το εντελώς παράδοξο είναι ότι ο ιδιοκτήτης αυτής της εφημερίδας, ο Γεώργιος Τζιρακόπουλος, ήταν σύγγαμβρος του στρατηγού Τσολάκογλου, ο οποίος μερικούς μήνες αργότερα θα τον τοποθετήσει, πλην άλλων διορισμών σε διάφορα διοικητικά συμβούλια, ως πρόσωπο εμπιστοσύνης στη θέση του κυβερνητικού επιτρόπου της Αγροτικής Τράπεζας.

Επίσης διέκοψε την έκδοσή της η εφημερίδα «Έθνος», όχι όμως για πολιτικούς λόγους, αλλά μάλλον για πρακτικούς. Οι τυπογραφικές εγκαταστάσεις της, από τις πιο σύγχρονες τότε, δεσμεύθηκαν για να φιλοξενήσουν τις δύο νέες εφημερίδες των κατακτητών που χρειάζονταν για εσωτερική τους χρήση: την ιταλόγλωσση «Giornale d'Italia» και τη γερμανόγλωσση «Deutsche Nachrichten für Griechenland». Ταυτόχρονα οι Γερμανοί δεν αδιαφόρησαν, πέραν του πολιτικού, και για τον οικονομικό έλεγχο των μεγάλων εκδοτικών συγκροτημάτων. Ο σχεδιασμός έγινε από το Βερολίνο, απ' όπου στάλθηκαν στην Αθήνα ειδικοί εκπρόσωποι της ειδικής ημικρατικής εταιρίας «Mundus», που είχαν από νωρίτερα συστήσει τα γερμανικά υπουργεία Εξωτερικών και Προπαγάνδας, με συμμετοχή 50% το καθένα τους. Η εταιρία αυτή, που είχε ως στόχο ακριβώς τη διάδοση της γερμανικής προπαγάνδας στις κατεχόμενες χώρες, είχε εμφανιστεί στο Παρίσι, μόλις ολοκληρώθηκε η κατάληψή του, και μεταξύ άλλων εξαγόρασε μερίδια γαλλικών εταιριών που εξέδιδαν εφημερίδες και περιοδικά[1].

Οι εκπρόσωποι αυτής της εταιρίας εμφανίστηκαν και στην Αθήνα τον Μάιο του 1941 και μελέτησαν πώς θα κινηθούν για να αποκτήσουν αποφασιστικού μεγέθους θεσμική συμμετοχή στην παραγωγή και τη διακίνηση του ελληνικού και ξένου Τύπου. Πραγματοποίησαν πολλές επαφές πριν καταλήξουν σε οριστικές αποφάσεις, ενώ έλαβαν υπόψη τους τις αναφορές και την εμπειρία των αρμοδίων της γερμανικής πρεσβείας, κυρίως του γραφείου Τύπου και του συμβούλου μορφωτικών υποθέσεων. Το κύριο βάρος των διαπραγματεύσεων είχε ο Maurach, που έφερε τον βαθμό του Rittmeister και χρησιμοποιούσε για έδρα του ένα γραφείο στον τρίτο όροφο της γερμανικής πρεσβείας, είχε όμως στη διάθεσή του πλούσιο υλικό για την αξιοπιστία όσων θα μπορούσαν να τιμηθούν με την εμπιστοσύνη του Ράιχ κατά την Κατοχή.

Ιδρύθηκαν έτσι τρεις βασικές εταιρίες για τον κάθετο έλεγχο του ελληνικού Τύπου, στις οποίες περισσότερο με προθυμία παρά υπό καθεστώς βίας έλαβαν μέρος οι Έλληνες επιχειρηματίες που δέχθηκαν να συνυπογράψουν τα ιδρυτικά καταστατικά με τους απεσταλμένους του Γκαίμπελς και του Ρίμπεντροπ, στους οποίους (ως επικεφαλής των δύο γερμανικών υπουργείων Προπαγάνδας και Εξωτερικών) ανήκε η εταιρία «Mundus».

Το βιβλίο ''Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια'' μπορείτε να το βρείτε εδώ


--
Ανάρτηση Από τον/την Εκδόσεις ΘΟΥΛΗ στο Greek Alert τη 6/23/2012 02:09:00 μμ