[Greek Alert] Κούκλες


Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στο Μόναχο, η Γερμανίδα κουκλοποιός Lotte Pritzel, πολύ δημοφιλής στους μποέμ κύκλους της εποχής, κατασκευάζει κούκλες από κερί, με τις οποίες διακοσμεί βιτρίνες. Οι κούκλες της γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία και από το 1908 θ' αρχίσει να τις παρουσιάζει σε εκθέσεις και στο ατελιέ της. Έχουν ύψος από 27 μέχρι 65 εκ., φορούν αραχνοΰφαντα φορέματα, σε στυλ ροκοκό, και αναπαριστούν αληθινά πρόσωπα, χορευτές και ηθοποιούς του θεάτρου, αριστοκρατικές μορφές του 18ου αι. και εξωτικές μορφές.

Οι υπερβολικά λεπτοκαμωμένες και ντελικάτες φιγούρες της θεωρούνταν αληθινά κομψοτεχνήματα. Απέπνεαν ερωτισμό και μελαγχολία. Δημιούργησε πάνω από 200 τέτοιες κούκλες συνολικά, από τις οποίες σήμερα 40 περίπου επιβιώνουν ακόμα, σε ιδιωτικές συλλογές και μουσεία.

Στις 15 Σεπτεμβρίου 1913 ο μεγάλος Αυστρογερμανός ποιητής Ρίλκε θα συναντήσει στο ατελιέ της στο Μόναχο την ήδη διάσημη Lotte και τις περίφημες κούκλες της, που του προξενούν τον θαυμασμό, όπως άλλωστε και η ίδια, με την οποία θα κρατήσει για κάποιο διάστημα αλληλογραφία και θα της αφιερώσει κι ένα ποίημα. Αλλά το αξιολογότερο αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης θα είναι ένα ποιητικό δοκίμιο. Αν και οι κούκλες της Pritzel δεν απευθύνονται σε παιδιά, ο Ρίλκε θα στοχαστεί πάνω στην επίδραση που ασκούν αυτές πάνω τους, υποκινούμενος από τις δικές του αναμνήσεις.

Το κείμενο θα πρωτοδημοσιευτεί την επόμενη χρονιά στο περιοδικό Die Weissen Blätter, με τον τίτλο Puppen. Zu den Wachs-Puppen von Lotte Pritzel (Κούκλες. Σχετικά με τις κέρινες κούκλες της Λόττε Πρίτσελ). Το 1921 θα κυκλοφορήσει σε βιβλίο (Puppen) από τον θρυλικό εκδοτικό οίκο του Μονάχου «Υπερίωνα», σε 1200 αριθμημένα αντίτυπα, εικονογραφημένο με σχέδια της ίδιας της Pritzel, απεικονίζοντας χορεύτριες και ανδρόγυνες φιγούρες που θυμίζουν έντονα τις κούκλες της.



Αν και οι κούκλες της Pritzel, όπως είπαμε, ουδόλως θυμίζουν παιδικές γίνονται η αφορμή για μια περιήγηση στη νεφελώδη παιδική ηλικία. Το αποτέλεσμα είναι ένα εξαιρετικά διεισδυτικό δοκίμιο, πυκνογραμμένο και έντονα ποιητικό, για το ρόλο της κούκλας στη ζωή των παιδιών, για τη σχέση των άλλων αντικειμένων με την κούκλα, για τη σχέση των άλλων παιχνιδιών με την κούκλα.



Τι ενέπνευσε τον Ρίλκε να γράψει ένα τέτοιο δοκίμιο; Τι τον έκανε να μείνει «ασάλευτος, συγκλονισμένος σχεδόν, εμπρός στην κέρινη φύση τους»; Δύο φορές μόνο αναφέρεται στις κούκλες της Pritzel, στην πρώτη και στην τελευταία παράγραφο. Εκεί βρίσκεται και η σύνδεση: «Τώρα ετούτη η νέα ντροπαλή γενιά αποδρά και με φτερούγες ανοιχτές διασχίζει το σκοτεινό μας αίσθημα». Και διαισθανόμαστε. Είναι η ψυχή της κούκλας που δραπέτευσε. Aυτή αποκαλύφθηκε στον Ρίλκε εκείνο το φθινόπωρο του 1913 στο ατελιέ της Λόττε στο Μόναχο και οπισθοχώρησε σε ένα μακρινό παρελθόν για να το διερμηνεύσει. Τα σχέδια της έχουν καταφέρει να αιχμαλωτίσουν την ψυχή της κούκλας, αυτό που παιδιά μας διέφευγε και τώρα απελευθερώθηκε από τα δεσμά της. «Είναι σαν να τις τρώει ο πόθος μια όμορφης φλόγας, η λαχτάρα τους να ριχτούν κατευθείαν επάνω της σαν πεταλούδες».

Κι έτσι εξηγείται και το καταληκτικό σύμπλεγμα του ποιήματος που αφιέρωσε ο Ρίλκε στη Λόττε. Όπου Ρόδο και Ιδέα θα μπορούσε να είναι Κερί και Φλόγα, Ύλη και πνεύμα, Κάλλος και Ψυχή...


Πως φθίνουν έτσι ανάλαφρα, προτού χαθούν,
με μια λεπτή χειρονομία, τελευταία...
Με το Έχε Γειά και τ' Όχι Πια ποθούν
να συμφιλιωθούν, κι όσα μοιραία
χάθηκαν ήδη πάνε να τα βρουν
ακροπατώντας απαλά ( : το Ρόδο και η Ιδέα). –






--
Ανάρτηση Από τον/την Εκδόσεις ΘΟΥΛΗ στο Greek Alert τη 7/14/2012 12:21:00 μμ