[Ας μιλήσουμε επιτέλους!] 15 χρόνια κατεδάφισης ή ανοικοδόμησης;

Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Αν το πάρεις δεξιά και όλα πάνε καλά, όπως το έθεσε ο κ. Σκιόπα: δηλαδή η κοινωνία συμμορφωθεί στο πρόγραμμα φτωχοποίησης και υποτέλειάς της και δεν υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στο εξωτερικό οικονομικό περιβάλλον, τότε σε 15 χρόνια θα αρχίσει η ανάκαμψη. Αν το πάρεις αριστερά και απεγκλωβιστείς από την ευρωζώνη, αρνούμενος την εξυπηρέτηση του τοκογλυφικού δημόσιου χρέους και εθνικοποιώντας τον κορμό του τραπεζικού σου συστήματος, τότε η ανάκαμψη θα αρχίσει αμέσως, από ένα σημείο φτωχοποίησης, το οποίο σε κάθε περίπτωση θα βρίσκεται υψηλότερα με όρους πραγματικής φτώχειας από αυτό που εκτιμά ο κ. Σκιόπα, ότι απαιτείται για να αποκτήσει σταθερά θεμέλια η οικονομία σε ένα περιβάλλον αποπληθωρισμού και νεοφιλελευθερισμού.

Αγαπητοί φίλοι, στην Ελλάδα διεξάγεται ένα πρωτόγνωρο πολιτικο-οικονομικό πείραμα. Εφαρμόζεται «θεραπεία-σοκ» σε μια χώρα με ισχυρό νόμισμα, το οποίο δεν μπορεί να χειριστεί η ίδια. Είναι σαν να προσπαθείς να μάθεις έναν παράλυτο να κινείται, αφού του δέσεις πόδια και χέρια. Οι «θεραπείες σοκ» μετά το 1990, όπου εφαρμόστηκαν, το μόνον που πέτυχαν είναι να φτωχύνουν τις κοινωνίες, προσαρμόζοντάς τις όμως ως αντάλλαγμα στο διεθνές σύστημα. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα αντάλλαγμα προς την εθνική αστική τάξη κάθε χώρας, η οποία αγωνίζεται για την χειραγώγηση των ιδιαίτερων κοινωνιών που εισέρχονται στο φάσμα της κρίσης. Οι θεραπείες αυτές απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό σε ότι αφορά στους επιμέρους οικονομικούς τους στόχους. Πέτυχαν όμως, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο, τους πολιτικούς στόχους που έθεσαν, εκτός στις περιπτώσεις όπου η πολιτική τάξη δεν άντεξε τις κοινωνικές πιέσεις και κατέρρευσε, απελευθερώνοντας παράλληλα το πολιτικό και οικονομικό δυναμικό της συγκεκριμένης χώρας. Αυτή είναι εμπειρικά η καταγεγραμμένη ιστορία τούτων των μεθόδων «οικονομικής εξυγίανσης». Στην Ελλάδα μάλιστα θα έπρεπε να αναφέρεται κανείς αποκλειστικά με όρους δημοσιονομικής προσαρμογής στην πολιτική του αποπληθωρισμού, εντός του θεσμικού πλαισίου της ευρωζώνης. Δηλαδή, η θεραπεία που ακολουθείται δεν αποσκοπεί στην απελευθέρωση της ελληνικής οικονομίας, αλλά στην λειτουργική της προσαρμογή σε ένα σύστημα που καθιστά την ελληνική κοινωνία υποτελή στο χρηματοπιστωτικό λόμπι που διευθύνει την παγκόσμια διακυβέρνηση και πολιτικά στο διευθυντήριο της ΕΕ.

Ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς «επενδύει» στην κατάρρευση του καθεστώτος, εξαιτίας των αφόρητων πιέσεων που θα ασκηθούν στα ευαίσθητα οικονομικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Εγώ όμως δεν συμφωνώ σε αυτή την τακτική, διότι φοβάμαι ότι δεν θα καταλήξει σε αυτό που ενδεχομένως «φαντάζονται» οι φορείς της. Αντί αυτού πρότεινα μια στρατηγική σύμπραξης όλων των προοδευτικών (μη-νεοφιλελεύθερων) και κοινωνικών δυνάμεων με κατεύθυνση τον άμεσο απεγκλωβισμό από αυτή τη μορφή της κρίσης, μέσω ενός από κοινού συντονισμένου αγώνα και μέσω εκλογικής συνεργασίας για την συγκρότηση και στήριξη μιας απελευθερωτικής κυβέρνησης, που θα μπορούσε να θέσει τα θεμέλια ανάκαμψης, έξω από το υφιστάμενο πλαίσιο της ευρωζώνης. Κατέληξα μάλιστα να θέτω το δίλημμα: κυβέρνηση της τρόικας, υπό τον διασκεδαστικό τίτλο «κυβέρνηση ανάγκης» ή κυβέρνηση απελευθέρωσης από αυτήν την ανάγκη του καθεστώτος; Το δίλημμα αυτό, που ασφαλώς δεν είναι της ιδίας ποιότητος με αυτά της κυβέρνησης και του καθεστώτος που υπηρετεί, νομίζω ότι πλέον απασχολεί ολοένα και περισσότερους.

Σε οντολογικό και μεθοδολογικό επίπεδο, προτείνω την απομυθοποίηση της κρίσης στην Ελλάδα. Επιδιώκω την μετεξέλιξή της από κοινωνικο-οικονομική σε πολιτικο-οικονομική. Αυτό πλέον δεν μπορεί να συμβεί αποκλειστικά μέσω της κριτικής και αντίδρασης στον λόγο και στην πολιτική πρακτική της κυβέρνησης, αλλά μέσω μιας ολοκληρωμένης πρότασης πολιτικού και οικονομικού χαρακτήρα, στο πλαίσιο που προανέφερα. Πρακτικά η πρόταση αυτή κατατείνει στην υπέρβαση της κρίσης και στην διαμόρφωση μιας αριστερής-πατριωτικής ατζέντας για την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων που θέτει αυτή η μεταβολή στο πολιτικό περιεχόμενό της. Δεν απαντά στη κρίση με αντικαπιταλιστικούς όρους, αλλά με ριζοσπαστικούς όρους διακυβέρνησης εντός του σημερινού καπιταλισμού, που βρίσκεται σε φάση αναδιοργάνωσης. Με την έννοια αυτή δικαίως κάποιοι με χαρακτηρίζουν μετριοπαθή. Προσωπικά θα μπορούσα να εμφανίζομαι επαναστατικότερος των «επαναστατών», αλλά αυτό μόνον στον λαϊκισμό της συγκυρίας θα μπορούσε να προσφέρει και στην διασκέδαση της πραγματικότητας. Ο καπιταλισμός δεν θα καταρρεύσει όπως κατέρρευσαν τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», διότι απλούστατα έχει εντελώς διαφορετική πολιτική φύση. Ο συνδυασμός σοσιαλιστικής-φεμινιστικής μεταρρύθμισης εντός του καπιταλισμού είναι μια απείρως πιο δύσκολη και «επαναστατικότερη» διαδικασία, η οποία προϋποθέτει διαφορετική κουλτούρα και στρατηγική από τους προοδευτικούς φορείς του κοινωνικού αιτήματος – αλλά ας το αφήσουμε, διότι είναι μια άλλη συζήτηση.

Στην Ελλάδα, η κοινωνία και οι δυνάμεις που υπηρετούν την χειραφέτησή της ήρθε η ώρα να αλλάξουν τον ρου της πολιτικής ιστορίας της χώρας. Ήρθε η στιγμή να δώσουμε χρόνο και κυρίως χώρο στην δημοκρατική πολιτική να εξαντλήσει το κοινωνικό, θεσμικό και γνωσιολογικό της κεφάλαιο σε ένα αγώνα για την ανοικοδόμηση της χώρας. Αντί να συζητάμε πώς θα γκρεμιστούν λιγότερα δικαιώματα, εντός της κρίσης που κατασκεύασε και ελέγχει το καθεστώς και οι τραπεζίτες του, ας αλλάξουμε προβληματισμό. Ας μελετήσουμε και ας εξαντλήσουμε τον διάλογο στη βάση της άλλης πιθανότητας: της αυτονόμησης της πολιτικής της χώρας, καταρχήν εντός της ΕΕ. Είναι βέβαιο ότι αυτό θα προκαλέσει ασύλληπτη αναταραχή στην Ευρώπη και διεθνώς και ίσως δώσει την ευκαιρία να απελευθερωθούν και άλλες δυνάμεις στην ήπειρό μας, ώστε όλοι μαζί να προχωρήσουμε στην αλλαγή των πολιτικών οριζουσών της ΕΕ.

Είμαστε στην κρισιμότερη φάση μετά τον τελευταίο πόλεμο. Είτε η ΕΕ θα μεταμορφωθεί σε ένα δημοκρατικό οικοδόμημα, είτε σε μια καταπιεστική πολιτικά δομή με ολοκληρωτικά και αυταρχικά χαρακτηριστικά που θα υπηρετεί την διεθνή χρηματοπιστωτική ελίτ και τα νεο-εθνικιστικά συμφέροντα της λεγόμενης μεταβιομηχανικής ατμομηχανής της Ευρώπης. Πέραν του ότι στην μεταβιομηχανική εποχή μας οι πολιτικές της «ατμομηχανής» φαντάζουν απολύτως αναχρονιστικές, μοιάζει με ιστορική φάρσα ο σημερινός λανθάνων «πόλεμος» μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας. Οι ΗΠΑ αυτή την περίοδο εφαρμόζουν την πολιτική της κανονιοφόρου στην οικονομία και οι Γερμανοί, σε οικονομικό επίπεδο, τον πολεμικό σχεδιασμό του 1870-1914 που οδήγησε στην κατεστραμμένη Ευρώπη του 1918, προσπαθώντας και οι δύο να απαντήσουν εμμέσως στην κινεζική πρόκληση, που οι ίδιοι φρόντισαν να πάρει τις σημερινές διαστάσεις. Η χρηματοπιστωτική φούσκα που έσκασε, αποδυναμώνει τον αποπληθωριστικό μηχανισμό δημιουργίας κερδών και απομυθοποιεί τον νεοφιλελευθερισμό. Ας μην πληρώσουν οι λιγότερο οικονομικά ισχυρές κοινωνίες την απληστία της παγκοσμιοποιημένης ελίτ του «έξυπνου χρήματος».

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον οι Έλληνες δεν έχουν πλέον περιθώρια συντηρητικού εφησυχασμού. Το παιχνίδι άνοιξε και ο κύριος Παπανδρέου, που αφάνταστα καιροσκοπικά άναψε το φυτίλι με την διεθνοποίηση του ελληνικού προβλήματος, δεν έχει πλέον καμία πιθανότητα πολιτικής επιβίωσης. Το ζήτημα σήμερα είναι αν οι προοδευτικές-πατριωτικές δυνάμεις μπορούν να δώσουν ενωτικά μια νέα προοπτική στην ελληνική κοινωνία ή είναι τόσο διαβρωμένες από το καθεστώς και την χρόνια μικροκομματική τους αντίληψη που δεν μπορούν.

Με τις σκέψεις αυτές χαιρετίζω το «πνεύμα» της πρωτοβουλίας του Μίκη Θεοδωράκη. Έτσι έπρεπε να γίνει και έτσι έγινε και …ας άργησε να ανάψει η «σπίθα»! Είμαστε εδώ για να συνεχίσουμε τον αγώνα για μια δημοκρατική πολιτεία και μια φιλελεύθερη κοινωνία, που θα αντιμάχεται τον πολιτικαντισμό, την πατρωνία και τον νεοφιλελευθερισμό. Είμαστε εδώ απαλλαγμένοι από προκαταλήψεις και συμπλέγματα με ανοιχτό μυαλό και διάθεση να προσφέρουμε στην κοινωνία αυτά που η ίδια θα επιστέψει να προσφέρουμε. Δεν συνομιλούμε με το καθεστώς, αλλά αποκλειστικά με την κοινωνία των ακηδεμόνευτων πολιτών. Ήρθε η στιγμή να ξεπεράσουμε παλαιές και σε πολλές περιπτώσεις πλαστές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, υπηρετώντας όμως την σοσιαλιστική προοπτική με κανόνα την ελευθερία και γνώμονα την δημοκρατική ευαισθησία.

Μπροστά στο δίλημμα 15 χρόνια κατεδάφισης ή 15 χρόνια ανοικοδόμησης σε άλλες βάσεις, ο συντάκτης αυτών των γραμμών έχει πάρει ήδη θέση, αρθρώνοντας συγκεκριμένη πρόταση, η οποία δεν αποτελεί ασφαλώς μονόδρομο. Η δημοκρατία έχει πολλούς δρόμους προς την κατεύθυνση αυτο-διακυβέρνησης, αρκεί να λειτουργεί. Η δημοκρατία κατασκευάζει δρόμους αρκεί να ξεφύγει από τον οικονομισμό και τον καθεστωτικό ρασιοναλισμό. Η Ελλάδα δεν έχει μέλλον στο πλαίσιο εφαρμογής της πολιτικής της «Τρόικα-Ελλάς». Το απλοϊκό αλλά μάλλον εύγλωττο ερώτημα είναι: αφού θα φτωχύνουμε που θα φτωχύνουμε, γιατί να μην το κάνουμε έτσι ώστε να επωφεληθεί η επόμενη γενιά των Ελλήνων και όχι η επόμενη γενιά τραπεζιτών, μεταπρατών και νταβάδων;

--
Ανάρτηση Από τον/την Κωνσταντίνος στο Ας μιλήσουμε επιτέλους! τη 12/01/2010 07:45:00 μμ